κολποσκοπία

κολποσκοπία
και κολποσκόπηση, η
ιατρ. εξέταση τού τραχήλου τής μήτρας με τη βοήθεια συσκευής που διαθέτει φωτεινή πηγή και μεγεθυντικό οπτικό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colposcopie < colpo- (< κόλπος) + -scopie (< -σκοπία < -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ., στον λόγιο τ. κολποσκόπησις, μαρτυρείται από το 1895 στον Σπυρ. Ζαγκαρόλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”